Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολείδιον — ή πολίδιον, τὸ, Α [πόλις, εως] (υποκορ. τού πόλις) μικρή πόλη … Dictionary of Greek
πολίδιον — τὸ, Α βλ. πολείδιον … Dictionary of Greek